μυριάποδα

μυριάποδα
(myriapoda ή myriopoda). Ομοταξία χερσαίων αρθρόποδων, των οποίων το σώμα αποτελείται από πολλά τμήματα ή μεταμερίδια ίσα μεταξύ τους (ομώνυμη μεταμέρεια), καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με ένα ή δύο ζεύγη άκρων, έτσι ώστε κάθε άτομο έχει πολυάριθμα άκρα, όπως δείχνει και το όνομα μυριάποδα. Το κεφάλι φέρει ένα ζεύγος κεραιών, τα στοματικά όργανα είναι μασητικού τύπου και οι οφθαλμοί, που λείπουν μερικές φορές, είναι απλοί. Η αναπνοή γίνεται γενικά μέσω τραχειών. Τα μ. είναι ζώα με χωριστά φύλα κι όλα σχεδόν αναπαράγονται με ωοτοκία· οι προνύμφες που γεννιούνται από αυτά έχουν μικρότερο αριθμό μεταμεριδίων από τα ώριμα άτομα. Τα αρθρόποδα αυτά είναι νυκτόβια και ζουν στο χώμα, στις σπηλιές και στις σκοτεινές διόδους· τρέφονται με έντομα, αράχνες, σκουλήκια, κυρίως όμως με φυτικές ουσίες που βρίσκονται σε αποσύνθεση. Σύμφωνα με τις νεώτερες ταξινομήσεις, τα μ. υποδιαιρούνται σε τρεις τάξεις: σύμφυλα, παυρόποδα και διπλόποδα. Τα μ. της πρώτης τάξης έχουν μήκος λίγων χιλιοστών, 12 πόδια, δύο μακριές κεραίες και στοματικά όργανα με δύο γνάθους και τέσσερις μασέλες. Τα σύμφυλα υφίστανται έξι αλλαγές για να συμπληρώσουν την ανάπτυξη τους και αργότερα διάφορες άλλες. Όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος είναι ευνοϊκές, τα αρθρόποδα αυτά πολλαπλασιάζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε αν προσβάλουν φυτά μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές στη γεωργία. Από τα σύμφυλα αναφέρουμε τη scutigerella immaculata, που ζει στην Ευρώπη. Τα παυρόποδα, μέσου μήκους μόνο 1 - 1,5 χλστ., έχουν κεραίες δισχιδείς με μακριές τρίχες, δύο ομάδες οφθαλμιδίων και εννέα ζεύγη ποδιών· ύστερα από τρεις μόνο μεταβολές φτάνουν στο ώριμο στάδιο. Είναι πολύ ευαίσθητα στις μεταβολές της θερμοκρασίας και στην υγρασία. Απαντώνται σχεδόν παντού εκτός από τις ερήμους και τα παγωμένα εδάφη· στην Ευρώπη είναι κοινό το γένος pauropus, που περιλαμβάνει πολλά είδη. Η τρίτη τάξη είναι τα διπλόποδα, δηλαδή οι σαρανταποδαρούσες, που το όνομά τους οφείλεται στην παρουσία - στα μετά το τέταρτο τμήματα - δύο ζευγών ποδιών. Η τάξη αυτή, η σπουδαιότερη από τις δυο προηγούμενες, περιλαμβάνει μ. μήκους 0,5 έως 20 εκ. ο κορμός, ανάλογα με το είδος, περιλαμβάνει από 13 έως 100 περίπου τμήματα· ο εξωσκελετός αποτελείται από μικρά πλακίδια διαποτισμένα με ασβεστίτη και κατά συνέπεια πολύ σκληρά. Στα διάφορα είδη μερικά τμήματα είναι εφοδιασμένα με πόρους που εκκρίνουν μια τοξική ουσία με αποκρουστική οσμή: μερικά μεγάλα τροπικά διπλόποδα μπορούν να εκσφενδονίζουν την ουσία αυτή σε σημαντική απόσταση. Στις παλιότερες ταξινομήσεις, τα μ. περιλάμβαναν και τα χηλόποδα, τα οποία όμως διαχωρίστηκαν και αποτέλεσαν ιδιαίτερη ομοταξία, υποδιαιρούμενη σε δύο υφομοταξίες. Στα χηλόποδα, χερσαία αρπακτικά νυχτόβια ζώα, ανήκουν οι σκολοπένδρες. Διπλόποδο του γένους ίουλος, μια κοινή σαρανταποδαρούσα, που ανήκει στη τρίτη τάξη των μυριάποδων. Τα μυριάποδα σε παλαιότερες ταξινομήσεις περιλάμβαναν και τα χηλόποδα που όμως αργότερα διαχωρίστηκαν αποτελώντας ιδιαίτερη κατηγορία? στη φωτογραφία, χηλόποδο του γένους λιθόβιος
* * *
τα
ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που περιλαμβάνει ζώα με πολλά ζεύγη αρθρωτών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. myriapoda (< μυρι[ο]-* + πούς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • παυρόποδα — Τάξη μυριάποδων, που αριθμεί αρκετά μικρά τυφλά ζώα. Τα ζώα αυτά ζουν σε υγρά δάση και σε σάπια ξύλα. Τα ιδιόμορφα αυτά μυριάποδα έχουν 9 ζεύγη πόδια, αλλά όσα βρίσκονται στο πρώτο τμήμα του κορμιού τους, που αποτελείται από 12 τμήματα, είναι… …   Dictionary of Greek

  • σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή …   Dictionary of Greek

  • χηλόγναθα — τα, Ν ζωολ. άλλη, παλαιότερη, ονομασία για τα διπλόποδα μυριάποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] …   Dictionary of Greek

  • αυτοτομία ή αυτότμηση — Ο ακρωτηριασμός ορισμένου μέλους του σώματος κάποιου ζώου, που οφείλεται είτε σε ανακλαστικές είτε σε βουλητικές διεργασίες του έμβιου όντος. Έχουν επισημανθεί διάφορες περιπτώσεις α., όπως αυτή που αποτελεί αμυντικό μέσο του ζώου, ή τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

  • λιθόβιος — (Lithobius). Γένος χερσαίων, χειλοπόδων αρθροπόδων εντόμων, της οικογένειας των λιθοβιιδών. Τα ζώα αυτά έχουν επίμηκες σώμα και διακρίνονται από τον μεγάλο αριθμό των ποδιών τους. Πολλοί επιστήμονες τα κατατάσσουν στην ομοταξία των μυριαπόδων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”